τανάπαλιν

τανάπαλιν
Ν
(λόγιος τ.) επίρρ. αντίστροφα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. «τὸ ἀνάπαλιν» με κράση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τἀνάπαλιν — ἀνάπαλιν , ἀνάπαλιν back again indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάπαλιν — (Α ἀνάπαλιν) (Ν και τανάπαλιν) πίσω ξανά, πάλι πίσω, αντίθετα, αντίστροφα αρχ. 1. πάλι, ξανά, εκ νέου 2. με αντίθετο τρόπο, αντίθετα 3. αντίστροφα, ανάποδα 4. φρ. «ὁ ἀνάπαλιν λόγος», ο αντίστροφος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + πάλιν] …   Dictionary of Greek

  • πάλι — (ΑΜ πάλι και πάλιν) επίρρ. 1. (χρονικό) εκ νέου, ξανά, άλλη μια φορά (α. «πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θά ναι» β. «καὶ εἰσῆλθε πάλιν εἰς τὴν συναγωγήν», ΚΔ) 2. (τοπικό) πίσω (α. «θα σού δώσω πάλι όσα δανείστηκα» β. «πάλιν χώρει μηδ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”